- προσηλιάζω
- προσήλιασα, προσηλιάστηκα, προσηλιασμένος1. αφήνω κάτι στον ήλιο, ηλιάζω και λιάζω.2. το μέσ., προσηλιάζομαι μένω στον ήλιο, λιάζομαι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.