προσηλιάζω

προσηλιάζω
προσήλιασα, προσηλιάστηκα, προσηλιασμένος
1. αφήνω κάτι στον ήλιο, ηλιάζω και λιάζω.
2. το μέσ., προσηλιάζομαι μένω στον ήλιο, λιάζομαι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσηλιάζω — ΝΜ [προσήλιος] εκθέτω κάτι στον ήλιο, λιάζω …   Dictionary of Greek

  • προσηλίαση — η, Ν 1. η έκθεση στον ήλιο, το λιάσιμο 2. αστρον. η στροφή προς τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσηλιάζω. Η λ., στον λόγιο τ. προσηλίασις, μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη] …   Dictionary of Greek

  • προσηλιασμός — ο, Ν [προσηλιάζω] η έκθεση στον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἥλιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”